- αγάζομαι
- ἀγάζομαι (Α)τιμώ, λατρεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμός από το ἄγαμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγάζομαι — ἄγαμαι wonder pres ind mp 1st sg ἀγάζω exalt overmuch pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγαμαι — ἄγαμαι (Α) 1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, απορώ 2. ευφραίνομαι, βρίσκω ευχαρίστηση σ’ ένα πρόσωπο ή σ’ ένα πράγμα 3. ζηλεύω, φθονώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ίδια ρίζα με το ἀγα . ΠΑΡ. ἀγαμένως, ἀγαστός, ἄγη, ἀγητός, ἀγαίομαι, ἀγάζομαι] … Dictionary of Greek
άγασμα — το ἄγασμα (Α) [ἀγάζομαι] αντικείμενο λατρείας … Dictionary of Greek
αγαστός — ή, ό (Α ἀγαστός, ή, όν) [ἀγάζομαι] θαυμάσιος, αξιοθαύμαστος … Dictionary of Greek
αξιάγαστος — η, ο (AM ἀξιάγαστος, ον) άξιος θαυμασμού, αξιοθαύμαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + αγαστός < αγάζομαι* «θαυμάζω, λατρεύω»] … Dictionary of Greek
πανάγαστος — πανάγαστος, ον (ΑΜ) αυτός που θαυμάζεται από όλους, άξιος κάθε θαυμασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀγαστός (ἀγάζομαι «θαυμάζω»)] … Dictionary of Greek